- ολιγηπελής
- ὀλιγηπελής, -ές (Α)αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β' συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. *ἄπελος. Το -η- τού τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. *ἄπελος θα μπορούσε να αναχθεί σε IE *apelo- «δύναμη» και να συνδεθεί με αρχ. νορβ. afl, αγγλοσαξ. afol «δύναμη», καθώς και με τα ανθρωπωνύμια Τευτί-απλος, Μag-aplinus, Αplo, πιθ. ιλλυρικής προέλευσης. Η σύνδεση τών λ. αυτών με λατ. ops «δύναμη, opus «έργο» δεν θεωρείται πιθανή, διότι θα προϋπέθετε τη δυσερμήνευτη εναλλαγή τών φωνηέντων -α-και -ο. Τέλος, η σύνδεση τού ον. τού θεού Ἀπόλλωνος με τις λ. αυτές δεν φαίνεται πολύ πιθανή (βλ. και λ. νηπελέω)].
Dictionary of Greek. 2013.